ἀκάθαρτοι

ἀκάθαρτοι
ἀκάθαρτος
uncleansed
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… …   Православная энциклопедия

  • σίφνιος — α, ο / σίφνιος, ία, ον, ΝΜΑ, και ως κύριο όν. Σιφνιός, ιά, ιό Ν [Σίφνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σίφνο ή αυτός που προέρχεται από το παραπάνω νησί 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Σίφνιος, η Σίφνια και Σιφνία, και ο Σιφνιός,… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”